Αἰολίδας — Αἰολεύς of fem acc pl Αἰολίδᾱς , Αἰολίδης masc acc pl Αἰολίδᾱς , Αἰολίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Αἰολίς of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… … Dictionary of Greek
Παρπαρώνιος — ὁ, Α [Παρπάρων] ο κάτοικος τού Παρπάρωνος τής Αιολίδας … Dictionary of Greek
έφορος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (Κύμη Αιολίδας 405 – 330 π.Χ.). Γιος του Δημόφιλου και μαθητής του Ισοκράτη. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και είχε πρώτος την ιδέα να συγγράψει παγκόσμια ιστορία. Το έργο του, με τον τίτλο Ιστορίαι, σε 30… … Dictionary of Greek
εσπερία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του ποτάμιου θεού της Αιολίδας Κεβρήνα και αδελφή της Οινώνης, συζύγου του Πάρη. Σκοτώθηκε ακούσια από τον εραστή της Αίσακο, γιο του Πρίαμου, που την γκρέμισε από απροσεξία στη θάλασσα. 2. Μια από τις… … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
κληδόνιος — Προσωνύμιο του Δία. Προέκυψε επειδή, κατά την αντίληψη των αρχαίων, ήταν η αρχή κάθε φήμης και μαντείας. Ο Κ. Δίας ήταν ο θεός που έδινε στους θνητούς οιωνούς και προδίκαζε το μέλλον τους. Αυτή η προσωνυμία του Δία βρέθηκε γραμμένη σε επιγραφή… … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
Αιγές — I Πρόκειται για αρχαία τοπωνύμια που αναφέρονται σε πόλεις παραθαλάσσιες ή παραποτάμιες, αφιερωμένες συνήθως στον Ποσειδώνα, ή σε όρη και ακρωτήρια όπου υπήρχαν ιερά του. Υπάρχει και η παραλλαγή ΑίγαΑιγαία. 1. Ονομασία της σημερινής Λίμνης της… … Dictionary of Greek
Αλκιδάμας — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που σκοτώθηκε μαζί με τον αδελφό του Μελανέα από τον Νεοπτόλεμο. Γιος του Αλεξίνομου. 2. Άλλος ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του Ακταίου. 3. Κυνικός φιλόσοφος. 4. Ρήτορας… … Dictionary of Greek
Ερμαγόρας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Αμφιπολίτης (3ος αι. π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος, μαθητής του Ζήνωνα και του Περσαίου. 2. Ο Τημνίτης (2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Τήμνο της Αιολίδας. Υπήρξε ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος, αρχηγός της ροδιακής… … Dictionary of Greek